θυμιατίζω — θυμιατίζω, θυμιάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θυμιατίζω — και θυμιάζω (Μ θυμιατίζω) καίω θυμίαμα, λιβανίζω νεοελλ. μτφ. εγκωμιάζω, κολακεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμια τός (< θυμιάω, ώ) + κατάλ. ίζω), πρβλ. ακουστ ίζω, μισητ ίζω] … Dictionary of Greek
αναθυμιατίζω — θυμιατίζω εκ νέου ή συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θυμιατίζω. ΠΑΡ. αναθυμιάτισμα] … Dictionary of Greek
θυμιατίζειν — θυμιατίζω good for burning as incense pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιατίζεσθαι — θυμιατίζω good for burning as incense pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθυμιάτισαν — θυμιατίζω good for burning as incense aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθυμιάτισε — θυμιατίζω good for burning as incense aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθυμιάτισεν — θυμιατίζω good for burning as incense aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυμιάτιστος — η, ο [θυμιατίζω] ο αθυμίαστος … Dictionary of Greek
αποκαπνίζω — (Α ἀποκαπνίζω) καπνίζω, θυμιατίζω, άρρωστο με καπνό από φάρμακα, άνθη του Επιταφίου κ.λπ. για να τον γιατρέψω νεοελλ. 1. καπνίζω το τσιγάρο μέχρι τέλους 2. καπνίζω με την ησυχία μου … Dictionary of Greek